Το σκοτεινό πέπλο


Είναι στιγμές, που νιώθω πως θα βγεις
μέσα απ’ το μαύρο,
κρατώντας ένα πανέρι λέξεις αχνιστές
μόλις που βγήκανε απ’ την πυρά σου,
και βγάζοντας το πέπλο σου θα με κοιτάξεις,
σαν έτοιμη από καιρό να δώσεις, να δοθείς
και να μ’ αρπάξεις.

Είναι στιγμές, φοβάμαι,
πως θα βρεις την μυστική μου δίοδο,
ακολουθώντας αντίστροφα  το μήνυμα μου,
και θα προβάλεις υπαρκτή,
μ’ ένα φιλί, ανταμοιβή, για όσα δεν αξίζω
-αυτά που χάρισα τα βρήκα αντίγραφα,
στα όνειρα μου.
Κι όταν το χέρι θα μου δώσεις,
τι να πω;
με χείλη άνυδρα πώς να τ’ αγγίξω;

Είναι φορές, που βλέπω στον καθρέφτη,
εξόριστες επιθυμίες να συνωστίζονται,
γυρεύοντας διαφυγή,
και τότε, λέω να κρυφτώ, ξανά,
μες στη φωτογραφία,
για να ηχήσει σίγουρη η απουσία μου,
μην τύχει και  προδώσω  τον παράλληλο,
που ταξιδεύω, χρόνο.
-τι ήρθα λαθραίος σε τούτη την τροχιά
εκλιπαρώντας ένα χάδι,
μερίδιο από αυτό που δίνει η νύχτα
σ’ όλους που σπάραξε,
παρηγοριά.

Θα πουν πως μου έτυχε μεγάλη αναποδιά
κι έφυγα σε μακρινό ταξίδι.

Είναι στιγμές που ξέρω
Πως  συγκαλύπτω  τα όλα μου σ’ αυτή την ειλικρίνεια,
την ανελέητη,
που την θαυμάζουν οι πολλοί και ξεγελιούνται,
 ξένοι με ταξιδεύουν σε ερείπια ξένα,
αυτός που ποίησε δεν είμαι εγώ, είναι ο άλλος,
πάντα ο άλλος με κατοικούσε στον πανικό μου,
κι ο άλλος του άλλου,  μ’ έκρυβε
όταν στάλαζαν ήχο και φως οι λέξεις μου.


Γι’ αυτό σου λέω, φοβάμαι, μη βγεις μέσα απ’ το μαύρο,
κρατώντας αστέρια, και άνθη
και την υπόσχεση μου κρεμασμένη στο λαιμό,
φοβάμαι,
μην και ριχτείς σε άδεια αγκαλιά, καθώς εγώ
θα  δραπετεύω.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:


Αναγνώστες