Ο δρόμος




Είχανε βρει το δρόμο, γυρεύανε τώρα
τα πόδια,
και το τυφλό σκυλί οδηγητή.
Ότι κομμένα τα πίσω περάσματα
και  οι μονόφθαλμοι αλληθωρίζανε.
Και δεν είχαν οι παρελθόντες ανιχνευτές
-χάθηκαν στην ανεμοθύελλα
που σάρωσε τα ύστατα του απελθόντος.
Και μύριζε παντού βροχή, αυγουστιάτικη,
από τη μεγάλη ξηρασία και την θέρμη.
Κάποιος φώναξε, ας βρεθεί επιτέλους ο τυφλός
κι ας είναι λύκος.
Όλοι συμφώνησαν κι άρχισαν να εκλιπαρούν
το φεγγάρι. 
Έτσι είχαν διδαχθεί αιώνες τώρα,
αν δεν αλυχτήσεις το φωτεινό αστέρι
δεν θα σταματήσει ο λυγμός της ιστορίας.
Μ' αυτόν τον τρόπο, ασύνειδα σχεδόν,
σχηματιζόταν η πομπή του μέλλοντος.
Είχαν εντοπίσει τον ήλιο, γυρεύανε τώρα το κερί
γιατί δεν ξέρανε αν θα αντέξουν στη αντηλιά
κι ετοιμάζονταν να ακολουθήσουν το υπόγειο τούνελ,
αλλά είχε εκεί ρεύματα παλιών αναμνήσεων
και υγρασία από τον καιρό που κρύφτηκαν
τα ποτάμια στα σπήλαια. Ποια σπήλαια και ποια ποτάμια;
Ήταν αυτά αντικατοπτρισμοί, αισθητικές παρακρούσεις
μιας ανυδρίας ανυπόφορης, όπου ιδέα καμιά,
μόνο τα αραχνιασμένα βιβλία αυτά που σώθηκαν
στη επιδρομή, όταν είχε φανεί η ματαιότητα
κι η αρχαία σκουριά πρασίνισε όλα τα χάλκεα.
Πώς να αναγάγεις την καθολική οξείδωση;
Δεν ομιλούν εδώ την γλώσσα των ορθών νοημάτων,
μόνο την κίτρινη λάμψη των ματιών γνωρίζουν,
όσοι κουράστηκαν, ζήτησαν φιρμάνι του βασιλιά
και βρέθηκε εκεί μια ξεπεσμένη,
του υπηρετικού προσωπικού και διέταξε,
να ανορθωθούν όλα τα έξω ερείπια,
-τα μέσα βολεύει να γίνουν σκόνη-
να λατρευτούν ξανά οι μωροί
και οι θεοί να υποταχτούν, οι θεοί
και η όρθια ευθεία ποτέ να μη διαθλαστεί
στην  διάφανη λίμνη,
και όλο το ρίγος του νερού να καταργηθεί.
Να υψωθεί ξανά το σφυρί
κι όλων των ποιητών τα στερνά βιβλία
να καούν, να μείνουν τα πρώτα,
όσα την λαχτάρα την έκαναν παντιέρα.
Είχανε βρει το τραγούδι, γυρεύανε τώρα
τη φωνή και τον λευκό τον μέλανα,
-έτσι ονόμαζαν τον μαύρο κόρακα
που τον είχε ασπρίσει ο χρόνος.
Έλεγαν πως πρέπει να ακουστεί ο κρωγμός
του αρπακτικού
να  καταλάβει σύγκρυο το κορμί,
στο χαλασμό να ταραχτεί
ο νους,
γιατί μόνο με σαλεμένο το λογισμό μπορούσαν
να πορευτούν στο φρύδι,
πάνω από το βάραθρο της κατάνυξης
και του φόβου.

 (Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:


Αναγνώστες