Αυτόματο

Λευκός ο ίσκιος,
αφύσικος
εν μέσω αποθεώσεων,
δε θέλει πολύ ο νους
για να σαλέψει,
αλλού η παρουσία,
αλλού το φως,
ανάποδος καιρός,
παντού γαλάζιο,
πού πήγε το πορφυρό,
με τόσο αίμα που χύθηκε;
πού πήγε;
ή μήπως ήταν πράσινη η πηγή
και ο ήλιος αόρατος;
και ποια η συμβολή του φεγγαριού
στο φόνο;
καμιά!
-όταν ο ίσκιος έβγαινε
τις νύχτες ολόλευκος,
εκείνο γύριζε, στην γη,
την αθέατη πλευρά του-
πού είσαι Μαρίνα
να βγεις να με φιλήσεις
να γίνω σάρκινος;
όπως τότε που τρέχαμε μαζί,
στο πουθενά,
δε είχε σημασία η απουσία,
τότε,
τώρα, πήρε τη λύπη του πηγαδιού
-εκεί, λένε,
ρίξανε τις αναμνήσεις
και ούτε κανείς ποτέ του νοιάστηκε
αν πνίγηκαν ή στην απελπισία
κολυμπούν ακόμα,
πάντως ώρες- ώρες σκουραίνει το νερό
ξεπλένοντας οξειδωμένες υπάρξεις.
Λευκή η οθόνη
ενώπιον κατακρημνίσεων
και εισβολών,
αυτό το τοπίο αποθανατίστηκε
στην διάρκεια της κίνησης
μιας ρευστής αμηχανίας,
τα πλήκτρα, αχ τα πλήκτρα
έφεραν την είδηση,
ο ποιητής πορεύτηκε εκεί,
καθώς προέλεγε
ελπίζοντας να διαψευστεί
- ποιος να τα βάλει
μ' αυτή την προαίσθηση;
μπορεί να πέρασε το φθινόπωρο,
όμως το κίτρινο χύθηκε παντού
μπορεί να είναι η μόνη παρηγοριά,
για φαντάσου να πλημμυρίσει
από παντού ο κόκκινος πόνος,
βγες Μαρία στο παραθύρι
ρίξε την πλεξούδα σου
να σκαρφαλώσω
εγώ στον ουρανό,
έχω εκεί παλιούς λογαριασμούς,
απ' όταν ξεχνιόμουν
και με τραβούσαν
οι θεές να μου χαϊδέψουν
το σγουρόμαλλο,
ήμουν αθώος και μ' ήθελαν,
αργότερα με έδιωξαν
δεν ήταν αυτός παράδεισος,
ούτε καν κήπος,
μια αυλή ήταν και κάτι γραφεία
με φουγάρα,
είχε όμως και παγκάκια,
πίσω από την ιτιά και φιλιά είχε
και έρωτα μοιραίο,
κι απόλυτο
που έχτιζε στην άμμο μελλούμενα.
Μαύρη η νύχτα μου με βούλες λευκές,
δεν ήταν οι ίσκιοι,
είναι εκ γενετής η ύπαρξη σημαδεμένη
με ψευδαισθήσεις φωτός,
ρωτάς τι ξέρω;
Κι αν ξέρω αυτά τα τιμαλφή των στίχων;
δεν είναι λέξεις αυτές
είναι ραπίσματα του ανέμου,
ήχοι από γρύλισμα αρχαίας θύρας,
τι να ξέρω;
πώς θα ’ρθουν νέες
να θρηνήσουν τη φυγή μου;
όταν εγώ τριγύρναγα ζητούσα ένα χάδι
χάδι να είναι και ας μην είναι αφή,
ας μην είναι αίσθηση καμιά,
μονάχα ένα σημάδι,
να λύσει αυτό τον κόμπο
και εκείνο το παράπονο
που αιώνες κατοικεί
πίσω από τις κόρες των ματιών
δίνοντας χρώμα στη λαχτάρα,
μη φύγεις εσύ, δεν ήρθες ακόμα,
προπορεύεται η αύρα σου,
ή μήπως είναι παραίσθηση
εαρινής ευωδίας που έφτασε έως εδώ
ακολουθώντας αντίστροφες διαδρομές;
-πόσο απέχει η Άνοιξη από το Χειμώνα
όταν γυρίζεις πίσω;
μη φύγεις, όποια κι αν είσαι,
είναι γραμμένο να σμίξουμε
πριν απ’ το χιόνι,
δεν χιονίζει εύκολα στα μέρες μας
ο Θεός,
φοβάται την ασχήμια του κόσμου,
-πώς να φορέσει η γη το νυφικό της
μέσα στο κάρβουνο, στη λάσπη;

Βαγγέλης Φίλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:


Αναγνώστες