Σπειροειδής


Ακολούθησα τα ίχνη μου. Και κάθε φορά που ξόδευα έναν κύκλο, μεταπηδούσα σε άλλον ομόκεντρο. Κι ήταν παντού το πρόσωπο μου δείκτης. Και η ακτίνα μίκρυνε συνεχώς, ώσπου πάνω στην κούραση, τη βαριά, πλησίασα το απόλυτο. Και εκεί που ήταν να συνθλιβώ στη γέννησή μου, χέρι αόρατο με έστειλε στο μέλλον. Έμοιαζε με τον άπειρο κύκλο. Και καθώς ένιωσα να αναπαύομαι στο απρόσιτο, άρχισε πάλι αυτή η σπειροειδής κίνηση που με πλησίαζε ξανά στα εγκόσμια. Ήταν εκεί οι δρόμοι ίδιοι.
Μόνο που τώρα κυκλοφορούσαν παράξενοι ταξιδιώτες. Έμοιαζε να είχαν αποβιβαστεί εδώ, πριν από τον προγραμματισμένο εκτροχιασμό. Ήτανε λέει αδήριτη ανάγκη, μια φορά στις τόσες να ξεχαστεί αυτός που έχει την επιμέλεια της κεντρομόλου- τόση επανάληψη θεέ μου, οποία πλήξη θανατηφόρος! Μόνο που για όλα υπήρχε η πρόβλεψη του νου. Και ιδού που ξένοι έσβηναν τα ίχνη μου, ιδού!
Ή μήπως δεν ήταν ξένοι; Και είχαμε ξεχαστεί στην αέναη κίνηση όλοι οι παλιοί φίλοι και τώρα δεν γνώριζε κανείς κανέναν; Και το πρόσωπο είχε ξεθωριάσει το πρόσωπο, καρφωμένο εκεί σ’ όλες τις τροχιές. Όμως το θυμόμουν καλά, από εκείνη την παλιά ραγισματιά…. Ήταν ηλιοβασίλεμα όταν μου έφεραν τον καθρέφτη κι είδα στην προσμονή μου, θλίψη κι ευχήθηκα να ανοίξει μια ρωγμή στο χρόνο, μήπως μπορέσω και ξεχάσω, όμως, αυτή σχηματίστηκε στο είδωλο μου. Και από τότε άλλαξα κάτοπτρα πολλά, εκεί η ρωγμή.

Χτύπησα το κουδούνι. Μου άνοιξαν. Μπήκα στο εσωτερικό και προχώρησα. Έμοιαζε με ξενώνα αυτό το κτίριο. Είχε δωμάτια πολλά και διαδρόμους, έκαιγαν κεριά στο ημίφως, όμως, δε με συνόδευε κανείς. «Έτσι πρέπει να γίνει», σκέφτηκα, «μόνος να βρω την κάμαρη». Τη βρήκα, είχε απέξω χαραγμένα τα αρχικά της, δίπλα και τα δικά μου. Άνοιξα, ήταν ορθή στο παραθύρι: «γύρισες», μου είπε. «Γύρισα!». Καθώς τρεμόπαιξε η αρχαία λαχτάρα, πλησίασα και μου έδειξε αυτή στο άλλο παραθύρι εκείνον: Ήμουν εγώ! «Θεέ μου φώναξα!», «πότε γύρισα ξανά;». «Δεν έφυγες ποτέ», μου είπε. Τότε κατάλαβα. Δεν ήταν αυτή. Κανείς δεν ήταν. Κι εγώ βάδιζα, σε έρημο δρόμο βάδιζα. Κι ήτανε μεσημέρι αντικατοπτρισμού.  Και από τη μια απάτη των οφθαλμών, στην άλλη του ονείρου, δεν είχα ελπίδα να γαληνέψω. Την άφησα εκεί ορθή και βγήκα. Έκανε να τρέξει ο άλλος να μ’ ακολουθήσει. Μα πώς να τρέξει που ήτανε πλάσμα του νου και το μόνο που ήξερε ήταν να με κοιτάει με τα μάτια διάπλατα, ως ικεσία.
Πλησίασα στον ίσκιο. Κυλούσε εκεί ένα ρυάκι. Και ως ένιωσα να δροσίζονται τα φλογισμένα μου, ξεχάστηκα. Πήρα όμως, μήνυμα με τις πολικές συντεταγμένες τις κίνησης μου: Ακτίνα δέκα πέντε, γωνία τριάντα. Τότε κατάλαβα πως ήμουνα στον δέκατο πέμπτο χρόνο κι ήμουνα σε θέση ανατολική. Μόνο που δε μπορούσα να ξεχωρίσω σε ποια επιστροφή βρισκόμουν. Ήμουνα όμως σίγουρα σε επιστροφή, γιατί το «πήγαινε, έλα» είχε αρχίσει χρόνια οκτώ, από τότε. Θυμάμαι ήτανε Κυριακή. Σφύριζε το τρένο. Αυτό το τρένο σε όλες τις ζωές μου σφύριζε σαν επανάληψη σε τραγωδία. Κυλούσε ο χρόνος μπροστά, μα εγώ πήγαινα πίσω. Κι αυτό συνέβαινε σχεδόν αδιάλειπτα, ώσπου έπαψε να έχει αξία απόλυτη. Όλα τα συμβάντα είχαν διάρκεια χρονική μεταβαλλόμενη, ανάλογη του συντελούμενου σπαραγμού. Ήταν φορές που οι νύχτες ήταν αιώνιες. Γιατί έρχονταν εκεί κάτι πουλιά και με ράμφιζαν. Και μόλο που δεν είχα δύναμη να αντισταθώ κι ήτανε εύκολο να με τελειώσουν, αυτά τρώγανε τις σάρκες μου βασανιστικά, ως να ήθελαν να με ξοδέψουν ολοκληρωτικά πριν με πεθάνουν. Έμοιαζε το ράμφισμα να διαρκεί απέραντα. Ήτανε μαύρα τα πουλιά μα, είχαν φορές, φορές ανθρώπου όψη. Αχ αυτή η παγωμένη μάσκα που ερχότανε για να σε διώξει. Και πού να πάς εσύ, που τριγυρνούσανε παντού οι αναμνήσεις; Θυμάμαι μια φορά, ένα πετούμενο είχε τη μορφή ακουστικού κι έβγαινε από μέσα εκείνος ο ήχος από τον πυροβολισμό της άλλης άκρης. Τι ήθελα εγώ κι επέμεινα να σχηματίζω το φλογισμένο αριθμό. Ήταν πουλί, μαύρο πουλί που είχε κελάηδημα νεκρής τηλεφωνικής γραμμής.
Καθώς κόπασε το ποδοβολητό, είδα τον παιδικό μου φίλο να με κοιτά από την άλλη όχθη. «Γιατί έφυγες τον ρώτησα», «δεν έφυγα». «Δε με ξεγελάς», επέμενα και τότε δάκρυσε. «Εγώ γυρίζω από κόσμο των νεκρών», μου είπε, «εσύ τι γυρεύεις, ζωντανός σ’ αυτή τη μνήμη, δεν έχει ελπίδα ο γυρισμός, δεν έχει λύτρωση καμιά πατρίδα». Όσο να στοχαστώ άπλωσα χέρι. Τον είδα να τρέχει. Στην άκρη της δημοσιάς τον περίμενε η νεκρή του μητέρα. Πιο κει ακολουθούσε γνέθοντας και η δική μου που είχε χαθεί σ’ αυτή την διαστολή του χρόνου και δε θυμόμουν πότε είχε πεθάνει. Ποτέ δεν πέθανε. Μόνο που έκλεισε τα μάτια ένα πρωινό παγωμένο και ζήτησε να αλλάξει σπίτι και από τότε δεν την είδα ποτέ ξανά. Λένε πως είχε γίνει αόρατη και με φύλαγε. Μπορεί και να μπήκε μες στη φωτογραφία, εκεί ψηλά στο τζάκι. Ήταν παιδούλα και ζύμωνε ψωμί. Και ο παππούς καμάρωνε. Κι εγώ θυμάμαι εγώ, ένα κομμάτι ζεστό ψωμί να αρπάζω απ’ τη φωτιά και να τρέχω πριν γείρει ο ήλιος να προφτάσω. Και την άλλη μέρα άρχιζε ξανά το ζύμωμα κι η γάστρα  και το παιγνίδι δεν είχε χόρταση.
Έκανα να σηκωθώ, είδα ένα κοράκι να με κοιτά από τη διπλανή πέτρα. «Εκεί», του λέω κάθονται οι φίλοι μου… φύγε». Γέλασε, όπως δεν είχα ξανά ιδεί κοράκι να γελά: «δεν έχεις φίλους». «Κοίτα τι φέρνει η ζωή», μονολόγησα και αποφάσισα να αγνοήσω τον θρασύ επισκέπτη. Κάποτε τα κοράκια πετούσαν μακριά και τρόμαζαν στην ανθρώπινη παρουσία και δεν είχαν,  τότε, μιλιά  τα κοράκια, παρά μόνο έναν κρωγμό μονότονο που ήταν χειρότερος από το ουρλιαχτό του λύκου. Καθώς αυτά στοχάστηκα σηκώθηκα ορθός για να το σκιάξω. Κανένα φτερό του δε τρεμόπαιξε. Και σαν να είχε διαβάσει καλά τις σκέψεις και να είχε μετρήσει τη δύναμη μου, μίλησε, ως σοφό πουλί: «Εδώ είναι το βασίλειο των νεκρών αναμνήσεων, πήγαινε παραπέρα».

Όταν βρέθηκα στον κύκλο είκοσι πέντε κοντοστάθηκα. Αναρωτήθηκα αν πηγαίνω ή αν έρχομαι. Μα ήταν νύχτα και δε μπορούσα να ιδώ την ηλικία μου στον καθρέφτη. Πάντα αυτός ο κύκλος ήταν σκοτεινός, από τη γέννηση του. Κι ήταν σιωπηλός αυτός ο κύκλος. Μόνο στα διαλείμματα ακούγονταν κάποιοι στεναγμοί ξεψυχισμένοι  και μάτια πύρινα διαπερνούσαν το σκοτάδι ψάχνοντας φως για να σβηστούνε. Ήταν ένα ρολόι εκεί. Πάντα στα σπαραγμένα ένα ρολόι πιστοποιούσε την ανυπαρξία. Γιατί κυλούσαν οι δείκτες χωρίς να συντελείται τίποτα.  Κι ήταν κι ένα σκουριασμένο εκκρεμές. Αυτό δεν είχε πια άλλο προορισμό παρά να μου θυμίζει τη φθίνουσα ταλάντωση. Όμως, από την απειροστή κίνηση έως την πλήρη ηρεμία υπήρχε ένας αιώνας προσμονής. Κι έλεγες δε θα συμβεί ποτέ. Και δε συνέβαινε ποτέ. Πώς να συμβεί που ο Θεός άφησε τον εκλεκτό του να βασανίζεται, τη μια με το φόβο και την άλλη με την επιθυμία του θανάτου; Ή μήπως δεν είναι ο άνθρωπος ο εκλεκτός ή μήπως κανείς δεν υπάρχει;  Μήπως, μέσα σε τούτο το κενό, η μόνη ύπαρξη είναι η πιθανότητα της.
Ήταν εκεί μια αίθουσα προβολής, Μπήκα και κάθισα. Και τότε είδα πως δεν είχε άλλα καθίσματα εκεί κι όλοι είχαν σταυρώσει τα πόδια στο πάτωμα. Κινήθηκα να τους μιμηθώ, όμως, μου έγνεψαν να μείνω. Ένας ήρθε κοντά μου και μου εξήγησε ψιθυριστά: Θα παίζανε, έλεγε το έργο της ζωής μου κι ήμουν εκεί ο επίτιμος καλεσμένος. Αλλά, εγώ δε θυμόμουν αν είχα πάρει πρόσκληση, ωστόσο ήμουν σίγουρος πως κανένα έργο δεν έγραψα για τη ζωή μου.

(Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:


Αναγνώστες