Ανήκεις στο τραύμα σου


-Ταξίδεψες στο άχρονο του ονείρου! μου είπε
Και καθώς γύρευα να βρω σημάδι αυτή, συνέχισε:
-Δε σε αναγνωρίζει η μνήμη!
Τότε, εγώ ταράχτηκα. Κι επειδή χρόνια πολλά μες στην ορφάνια μου δεν ήξερα πατρίδα, ύψωσα ικεσία, βουβή, και απορία. Και κύλησε χρόνος πολύς, αιώνιος μες στη στιγμή μου. Κι είδα προορισμούς λαγαρούς κι αφετηρίες διάφανες, καθώς έδωσε νόημα κρυστάλλινο, αυτή η ρήση, σε ερωτήματα αρχαία. Όμως, ήταν ακόμα πελώρια η ανάγκη. Κι έμοιαζε αυτή με παράπονο. Κι άλλες φορές με απελπισία. Τι είχα γυρίσει τον κόσμο τον επάνω, αμέτρητες φορές, ως και τον κάτω, κι αυτόν τον είχα σεργιανίσει. Και πουθενά δεν έβρισκα σπίτι, λιθάρι. Κάπου να γείρω το κορμί να πω κι εγώ, «εδώ ανήκω».
Και σαν να ήχησαν οι σκέψεις μου, ήρθε, αυτή, κοντά μ’ αγάπη. Και θώπευσε τα μαλλιά μου τρυφερά και την ψυχή μου θώπευσε, σταλάζοντας γαλήνη:
-Ανήκεις στο τραύμα σου! Ψιθύρισε.
Και τότε εγώ, έκλεισα τα μάτια μου, εγώ! Κι ήταν ωσάν να  πήρα δύναμη θεού κι όρθωσα ξανά την ύπαρξή μου, την ώρα ακριβώς που πλησίαζαν οι άλλοι, απελπισμένοι κι έπρεπε να ανάψω το λύχνο μην και χαθούν σε κείνες τις παράξενες ρωγμές που είχε ανοίξει ο χρόνος. Κι είδα κλαδί, στο μαύρο να ριζώνει. Έμοιαζε μ’ άγιο κλήμα.
-Ποια είσαι εσύ; Τη ρώτησα, κι αυτή μου χαμογέλασε. Κι όσο φώτιζε όλο και πιο πολύ το χαμόγελο, έσβηνε τη μορφή. Κι ήταν λευκό το τοπίο. Σαν όνειρο άλλου ονείρου. Και εκεί που με πλημμύριζε γλυκά μια ησυχία απέραντη, ρώτησα πάλι:
-Και τώρα πώς θα την αντέξω τόση αγάπη;
Τι είχα μάθει έρμος να γυρνώ. Κανείς να μη νογά την ύπαρξή μου. Και ήταν αυτό πιο τρομερό από τον άλλο αφανισμό, τον κρύο.
-Και τώρα, αυτό το θαύμα μου, πως θα το ζήσω τώρα;
Κι ακούστηκε από μακριά φωνή που με περιγελούσε:
-Πάλι με πόνο!
Όμως δεν έμοιαζε αυτή η φωνή σκληρή. Ούτε οι λέξεις. Μόνο ηχούσαν τρυφερά, ως πείραγμα από ανάμνηση παιδική. Κι ας σήμαιναν νοήματα βαριά.
Τότε, κατάλαβα πως είχα διαβεί για πάντα την πύλη. Κι ανήκα πια σ’ αυτή την πολιτεία όπου  βασιλεύει η γνώση  η βαθιά και η αλήθεια.  Όπου καμιά αυταπάτη δε χαρίζει υποσχέσεις. Και καθώς το σκέφτηκα αυτό, καλά, ένιωσα να λιποψυχώ:
-Μη φεύγεις, φώναξα.
Μα ήταν πια αργά. Στο άλλο ξέφωτο, μακριά, μου κούνησε μαντίλι.
Και σαν ημέρεψε η ψυχή, σήκωσα και εγώ τα δυο μου χέρια χαιρετώντας. Κι ήταν ο μόνος χωρισμός που δεν πονούσε. Γιατί όσα δεν είχαν ειπωθεί, είχαν εννοηθεί. Κι ερώτημα αναπάντητο δεν είχε μείνει.
Κοίταξα, τότε, κι εγώ μες στον υγρό καθρέφτη. Κι ήταν, εκεί, η λύπη. Και  μια αντανάκλαση  παράξενη που άλλαζε χρώματα.
-Κάπου σε ξέρω! φώναξα.
Και καθώς η φωνή δεν είχε σπαραγμό, ούτε την αγωνία πια, ένιωσα να αποχωρούν τα γήινα που με κρατούσαν. Κι είδα τα παιδικά μου βουνά να με καλούν, εκεί που μια ζωή με διώχνανε. Κι είδα το άγιο κλήμα να απλώνεται παντού και από το τραύμα μου να στάζει διάφανο νερό.
Κι ήξερα, τώρα, ήξερα!  

«Ταξίδεψες στο άχρονο
του ονείρου
Η μνήμη
δε σε αναγνωρίζει
Στο τραύμα σου
ανήκεις»

Το παραπάνω ποίημα είναι της Στέλλας Γεωργιάδου. Γράφτηκε, ως σχόλιο, σε δική μου ποιητική ανάρτηση και τροφοδότησε τη σημερινή μου δημιουργία. Ευχαριστώ την ποιήτρια και δηλώνω ευτυχής που αυτές οι συναντήσεις πυροδοτούν τις εσωτερικές μας εκρήξεις.


Δεν υπάρχουν σχόλια:


Αναγνώστες